- τανύτριχος
- τανύθριξmasc/fem gen sgτανύτριχοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τανύτριχος — ον, Α βλ. τανύθριξ … Dictionary of Greek
τανύθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. τανύτριχος, ον, Α 1. αυτός που έχει μακριές τρίχες 2. αυτός που έχει πολλές και πυκνές τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός 3. φρ. «ὗς τανύθριξ» είδος αγριογούρουνου με ανορθωμένες τις τρίχες τού σώματός του (Σιμων. Αμ.).… … Dictionary of Greek
τανύτριχα — τανύθριξ masc/fem acc sg τανύτριχος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)